σφακελισμός — rot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμοῖς — σφακελισμός rot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμοῖσι — σφακελισμός rot masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμοί — σφακελισμός rot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμοῦ — σφακελισμός rot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμούς — σφακελισμός rot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμῶν — σφακελισμός rot masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμῷ — σφακελισμός rot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμόν — σφακελισμός rot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράδος — κράδος, ὁ (Α) 1. νόσος τών φυτών, και ιδίως τής συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῑται δὲ σφακελισμὸς μέν, ὅταν αἱ ῥίζαι μελανθῶσι κράδος δέ, ὅταν οἱ κλάδοι», Θεόφρ.) 2. κλάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κράδη, μτγν. και σπάνιος] … Dictionary of Greek