σφακελισμός

σφακελισμός
ο, ΝΜΑ [σφακελίζω]
σήψη τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την εξασθένηση και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων
μσν.
(σχετικά με ίππους) επιληψία
αρχ.
1. γάγγραινα, νέκρωση
2. αναισθησία μερών τού σώματος από ψύξη
3. μεγάλη λύπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφακελισμός — rot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμοῖς — σφακελισμός rot masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμοῖσι — σφακελισμός rot masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμοί — σφακελισμός rot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμοῦ — σφακελισμός rot masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμούς — σφακελισμός rot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμῶν — σφακελισμός rot masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμῷ — σφακελισμός rot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμόν — σφακελισμός rot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράδος — κράδος, ὁ (Α) 1. νόσος τών φυτών, και ιδίως τής συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῑται δὲ σφακελισμὸς μέν, ὅταν αἱ ῥίζαι μελανθῶσι κράδος δέ, ὅταν οἱ κλάδοι», Θεόφρ.) 2. κλάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κράδη, μτγν. και σπάνιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”